- ἐπεθύμησαν
- ἐπεθύμησανἐπεθύ̱μησαν , ἐπιθυμέωset one's heart upon: aor ind act 3rd pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἐπεθύμησαν — ἐπεθύ̱μησαν , ἐπιθυμέω set one s heart upon aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακληρουχώ — κατακληρουχῶ, έω (Α) 1. παίρνω κάτι ως μερίδιο 2. μοιράζω με άλλους κατακτηθείσα χώρα («τήν... Σικελίαν ἐπεθύμησαν κατακληρουχῆσαι», Διόδ.) 3. παραχωρώ σε κάποιον κάτι ως μερίδιό του 4. δίνω μερίδιο σε εποίκους («τοῑς αὑτοῡ στρατιώταις...Ἰταλίαν… … Dictionary of Greek